- σκηνή
- I
Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και κάθετους ορθοστάτες και έπειτα τεντώνεται με σχοινιά τα οποία καταλήγουν σε πασσάλους, που καρφώνονται στο έδαφος. Υπάρχουν διαφόρων τύπων σκηνές οι οποίες διακρίνονται από το σχήμα και τη χωρητικότητα τους.II
Εκδρομική σκηνή. Οι σκηνές αυτές από ύφασμα υφαντό ή πλαστικό στήνονται στο έδαφος εύκολα με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων.
(θεατρ.).Το μέρος του θεάτρου στο οποίο παριστάνουν οι ηθοποιοί, αλλά και η υποδιαίρεση κάθε πράξης του θεατρικού έργου. Σ. είχαν και τα αρχαία ελληνικά θέατρα. Μόνο που αρχικά σ. λέγονταν τότε τα παρασκήνια, γιατί η σ., με τη σημερινή έννοια, λεγόταν λογείο.Σήμερα, με την πρόοδο της τεχνικής στο θεατρικό χώρο, εκτός από τις συνηθισμένου τύπου σ., υπάρχει και η λεγόμενη «περιστρεφόμενη» σ. Η σ. αυτή, με ένα απλό μηχανισμό, περιστρέφεται ολόκληρη και δίνει έτσι τη δυνατότητα να αλλάζουν τα σκηνικά χωρίς χρονικά χάσματα. Εφευρέτες της «περιστρεφόμενης» σ. είναι οι Ιάπωνες (1760). Υποτυπώδης σ. του είδους αυτού ήταν γνωστή και στους αρχαίους Έλληνες με την ονομασία εγκύκλημα.Η σκηνή του θεάτρου στα αρχαία Γέρασα της Ιορδανίας χτισμένη στα χρόνια του Δομητιανού. Η σκηνή αυτή και τα παραρτήματά της θεωρούνται η πιο εντυπωσιακή κατασκευή εκείνης της εποχής. Σήμερα, μεγάλο μέρος της, έχει ερειπωθεί.
* * *η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκανά Α1. πρόχειρο φορητό λυόμενο κατασκεύασμα για προσωρινή διαμονή, αντίσκηνο, τσαντίρι, τέντα (α. «έστησαν τις σκηνές τους δίπλα στην θάλασσα» β. «σκηνὴ ξύλων» — ξύλινη καλύβα, Δίων Χρυσ.)2. το μέρος τού θεάτρου όπου οι ηθοποιοί παίζουν μπροστά στο κοινό και, ιδίως στο αρχαίο θέατρο, ο τοίχος που βρισκόταν στο πίσω μέρος αυτού που σήμερα ονομάζεται σκηνή3. το θέατρο στο σύνολό του και, στην αρχαιότητα, ιδίως το πρόχειρα κατασκευασμένο (α. «λυρική σκηνή» — β «σκηνάς τε πήξαντες κατ' ἀγορὰν καὶ καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγομένους», Πλάτ.)4. φρ. «σκηνή τού μαρτυρίου» — φορητός ναός που κατασκευάστηκε από τον Μωυσή πάνω στο Όρος Σινά («προσάξεις τὸν μόσχον ἐπὶ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῡ μαρτυρίου», ΠΔ)νεοελλ.1. σκηνογραφία, σκηνικά («σε λίγο αλλάζει η σκηνή»)2. η αυλαία τού θεάτρου («πέφτει η σκηνή»)3. υποδιαίρεση τών πράξεων θεατρικού έργου («το έργο αποτελείται από τέσσερεις σκηνές»)4. επεισόδιο, συμπλοκή5. φρ. α) «κάνω σκηνή» — λογομαχώ, τσακώνομαι («μού έκανε σκηνή γιατί άργησα»)β) «ανέρχομαι [ή ανεβαίνω] στη σκηνή»i) (για πρόσ.) γίνομαι ηθοποιόςii) (για θεατρ. έργο) παριστάνομαιγ) «ανεβάζω στη σκηνή»(σχετικά με θεατρ. έργο) παίζω, παριστάνωνεοελλ.-μσν.φρ. «σκηναί δικαίων» — τόπος όπου κατοικούν οι ψυχές τών δικαίων (Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)μσν.1. το σώμα και ιδίως, η ανθρώπινη φύση τού Χριστού2. κατοικίαμσν.-αρχ.1. προσποίηση, υποκρισία (α. «μηδεὶς... τὴν ἀρετὴν ἄτεχνος καὶ σκηνῆς ἐλεύθερος», Γρηγ. Ναζ.β. «διήλεγξεν αὐτοὺς καὶ τὴν σκηνὴν αὐτῶν φανερὰν ἐποίησεν», Ιωάνν. Χρυσ.)2. διακόσμηση, στολίδια («τὴν ἀρχικὴν σκηνὴν αἵροντες», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.1. παράπηγμα, παράγκα στην αγορά2. ιερή κατοικία, ναός (καὶ τὴν σκηνὴν ποιήσεις...», ΠΔ)3. (σε μεγάλα πλοία) επίσημη αίθουσα στην πρύμνη ή στο δεύτερο κατάστρωμα τής πρύμνης («τῶν συριῶν ὑπὲρ τὴν σκηνὴν οὐσῶν», πάπ.)4. κάλυμμα, κουκούλα άμαξας5. ουρανός, θόλος κρεβατιού6. παραπέτασμα κρεβατιού7. μτφ. α) σκηνική παράσταση, σε αντιδιαστολή με την πραγματικότηταβ) θεατρικό τέχνασμα, θεατρική απάτη8. συμπόσιο που παρέχεται σε σκηνή9. στον πληθ. αἱ σκηναίσυγκρότημα σκηνών, κατασκήνωση, καταυλισμός, στρατόπεδο («περὶ τὰς σκηνὰς πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῑν», Αριστοφ.)10. φρ. α) «τραγικὴ σκηνή» — είδος υψηλού πυργίσκου, όπως ήταν ο πυργίσκος από όπου απαγγέλθηκε ο πρόλογος τού Αγαμέμνονος τού Αισχύλου («ὥσπερ τραγικῆς σκηνῆς τῶν ξύλων πάχος ἐχόντων», Ξεν.)β) «oἱ ἀπὸ σκηνῆς»(ενν. ἥρωες) τα πρόσωπα τής τραγωδίαςγ) «οἱ ἀπὸ σκηνῆς» ή «οἱ περὶ σκηνὴν» ή «οἱ ἐπὶ τῆς σκηνῆς» — οι ηθοποιοί, οι υποκριτέςδ) «τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος» — το μέρος θεατρικού έργου που παριστάνεται στην σκηνήε) «τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς» — άσματα ή ωδές που τραγουδούσαν στη σκηνή οι ηθοποιοί και όχι ο χορός («τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σκηνῆς οὐκ ἀντίστροφα, τά δὲ τοῡ χοροῡ ἀντίστροφα», Αριστοτ.)στ) «τὸν ὑπὸ σκηνῆς βίον» — η απόκρυφη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σκη-νή (πρβλ. ευ-νή, ποι-νή) συνδέεται πιθ. με τη λ. σκιά (βλ. λ. σκιά). Το λατ. scaena / scena, τέλος, είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.